- δυναμερός
- -ή, -ό (AM δυναμερός, -ά, -όν)1. δυνατός, ισχυρός2. (για υποστήριγμα) αυτός που έχει αντοχήαρχ.-μσν.(για φάρμακο) ισχυρός, τονωτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυναμερά — δυναμερός potent neut nom/voc/acc pl δυναμερά̱ , δυναμερός potent fem nom/voc/acc dual δυναμερά̱ , δυναμερός potent fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμεροῖς — δυναμερός potent masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμεροῦ — δυναμερός potent masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμερῷ — δυναμερός potent masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)